Σέρρες | |
---|---|
Οι Σέρρες | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Κεντρική Μακεδονία |
Δήμος | Σερρών |
Έκταση | 252,973 km2 |
Υψόμετρο | 50 m |
Πληθυσμός | 58 287 |
Ταχ. κωδ. | 621 xx |
Τηλ. κωδ. | 23210 |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστότοπος |
Οι Σέρρες (Αρχαία Ελληνικά: Σίρις) είναι πόλη της Μακεδονίας, έδρα του δήμου Σερρών και πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών στην Κεντρική Μακεδονία. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας και σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός των Σερρών ανέρχεται σε 58.287 κατοίκους. Απέχει 587 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 89 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη.
Στην πόλη στεγάζονται το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Τ.Ε.Ι.) Κεντρικής Μακεδονίας[1] και το Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Τ.Ε.Φ.Α.Α. Σερρών) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.[2]
Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Σέρρες (στην Καθαρεύουσα: αἰ Σέρραι) αναφέρονται πάντα στον πληθυντικό. Όταν αναφέρονται στο τρίτο πρόσωπο, αρκετοί από τους ντόπιους χρησιμοποιούν τον τύπο: "τας Σέρρας" (της Καθαρεύουσας), αντίθετα με τη χρήση στη Δημοτική (τις Σέρρες). Παράδειγμα χρήσης: "Είμαι από τας Σέρρας". Υποστηρίζεται επίσης και η άποψη πως το όνομα της πόλης δεν είναι "οι Σέρρες" αλλά "τα Σέρρας".[3]
Στα τουρκικά η πόλη ονομάζεται Σέρεζ (Serez) ή Σιρόζ (Siroz) ενώ στις Σλαβικές γλώσσες (Βουλγάρικα - Σέρβικα - Σλαβομακεδονικά) ως Σιάρ(Сяр) ή Σερ (Сер).
Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρχαία εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η αρχαία πόλη, μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο (τον 5ο π.Χ. αιώνα) με το όνομα Σίρις, ωστόσο η ίδρυσή της φαίνεται πως ανάγεται τουλάχιστον στις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας,[4]έχοντας δηλαδή να επιδείξει μια μακραίωνη ιστορία τεσσάρων χιλιετιών (40 ολόκληρων αιώνων). [5] Υπήρξε φυλετικό κέντρο της περιοχής, χτισμένη στον ψηλό, απόκρημνο και οχυρό από τη φύση λόφο του «Κουλά»,[6] που υψωνόταν ανάμεσα σε δυο χειμάρρους και από την κορυφή του (όπου η ακρόπολη), ασκούσε κανείς οπτικό έλεγχο ολόγυρα σε μια ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Η πόλη κατείχε σπουδαία, από γεωστρατηγική και γεωοικονομική άποψη, θέση, καθώς δέσποζε στον εύφορο σερραϊκό κάμπο και ασκούσε έλεγχο σε έναν πολύ σημαντικό δρόμο, ο οποίος, οδεύοντας κατά μήκος του Στρυμόνα, έφερνε από τις ακτές του Βόρειου Αιγαίου στις παραδουνάβιες χώρες,[7] καθώς και έναν υδάτινο δρόμο που, μέσω της Κερκινίτιδας λίμνης και του πλωτού ποταμού Στρυμόνα, εξασφάλιζε την επικοινωνία ανάμεσα στη θρακική ενδοχώρα και τον Στρυμονικό κόλπο.[8]
Από την εθνοδημογραφική μελέτη διαπιστώνεται η ύπαρξη αυτόχθονου πληθυσμιακού υποστρώματος και διαφόρων άλλων πληθυσμιακών στρωμάτων, από τα οποία το αρχαιότερο ήταν οι Φρύγες, γνωστοί στη Μακεδονία ως Βρύγες, και οι Θράκες Στρυμόνιοι. Από τον 11ο ως τον 6ο π.Χ. αιώνα βρίσκονται εδώ εγκατεστημένοι οι Σιριοπαίονες[9] και αργότερα, από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα ως το τέλος της αρχαιότητας, οι Θράκες Οδόμαντες,[10] στους οποίους οφείλει το όνομά της η Οδομαντική. Όσον αφορά την ιστορική τοπογραφία, στην Οδομαντική διαπιστώνεται η ύπαρξη τριών «περιοικίδων» πόλεων της Σίριος (οι Ίχνες, η Γάζωρος και η Σκοτούσσα) και επίσης ενός αξιόλογου αριθμού αγροτικών οικισμών. Οι κάτοικοι της Σίριος και της ευρύτερης φυλετικής περιοχής της Οδομαντικής ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σχετικά πάλι με τις λατρείες τους, εκτός από τις γνωστές πανελλήνιες θεοτήτες (Δίας, Άρτεμη, Δήμητρα κ. ά.), οι κυριότερες φαίνεται πως ήταν οι λατρείες του Ήλιου και του Διόνυσου, καθώς και του θεοποιημένου ποταμού Στρυμόνα.[11]
Στην ελληνιστική εποχή, με την εξάπλωση των Μακεδόνων προς ανατολάς, οι Σερραίοι ίδρυσαν τη Σερραίπολιν στη νότια Μικρά Ασία. Έχει επίσης εκφραστεί η υπόθεση ότι ίδρυσαν και τη Σέρρη στις όχθες του Ευφράτη, στη Συρία.
Ρωμαϊκή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή (168 π.Χ.–315 μ.Χ.), για την οποία μάλιστα υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες (επιγραφικές), η πόλη αναφέρεται στις φιλολογικές πηγές με το όνομα Σίρρα και σε επιγραφή (αυτοκρατορικών χρόνων) ως Σιρραίων πόλις.[12] Πολύ εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι το αρχαίο όνομα της πόλης (Σίρις, Σίρρα) διασώθηκε στο διάβα τόσων αιώνων, ελάχιστα μόνο παραφθαρμένο, ως τις μέρες μας : Σέρραι, Σέρρες. [13]
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Σίρρα ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων πόλεων της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Έτσι, κατά τη λεγόμενη δημοκρατική περίοδο, γνώρισε μια παρακμή, ως συνέπεια των βαρβαρικών επιδρομών και αναταραχών, καθώς και της κατάχρησης εξουσίας από τους Ρωμαίους διοικητές της επαρχίας. Αντίθετα, κατά την αυτοκρατορική περίοδο και ως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, χάρη στη ρωμαϊκή ειρήνη (pax Romana), γνώρισε ιδιαίτερη ακμή (οικονομική, κοινωνική, δημογραφική, πολιτιστική κλπ). Στη συνέχεια, κατά τη μεγάλη κρίση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (235-284 μ.Χ.), η πόλη παρακμάζει και μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού, με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις (σύστημα Τετραρχίας), κατάφερε πάλι να ορθοποδήσει.[14]
Η Σίρρα ήταν αξιόλογη πόλη της Μακεδονίας, που είχε το καθεστώς της civitas stipendiaria, δηλαδή της «υπήκοης» και (βαριά) φορολογούμενης πόλης. Υπήρξε έδρα «ομοσπονδίας» πέντε πόλεων ("Πεντάπολις"), όπως μαρτυρεί επιγραφή (φήφισμα) της Γαζώρου (του 158 μ.Χ.),[15] και συμμετείχε ενεργά στην επαρχιακή οργάνωση του «Κοινού των Μακεδόνων», όπου μάλιστα είχε αναδείξει και δικούς της ανώτατους άρχοντες («μακεδονιάρχες»).[16] Στο πλαίσιο της πολιτογραφικής πολιτικής των Ρωμαίων και των «πελατειακών» τους σχέσεων, είχε χορηγηθεί ατομικά σε αρκετούς κατοίκους της, κυρίως μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (civitas Romana),[17] πριν ακόμη από τη μαζική χορήγησή του επί αυτοκράτορα Καρακάλλα (212 μ.Χ.),[18] και ορισμένοι από αυτούς είχαν προωθηθεί στη συνέχεια σε ανώτερα επαρχιακά αξιώματα. Από επιγραφικές μαρτυρίες πληροφορούμαστε ότι η Σίρρα είχε τη γνωστή αστική δομή των ελληνικών πόλεων με την αγορά της, το βουλευτήριο, το θέατρο, τους ναούς της και το γυμνάσιο, το οποίο θα βρισκόταν έξω από την πόλη, πιθανώς στην κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων, όπου και οι σημερινές αθλητικές εγκαταστάσεις.[19]
Χάρη στη ρωμαϊκή αστική πολιτική, που είχε ευνοήσει την τοπική αυτοδιοίκηση, η Σίρρα λειτουργούσε ως «αυτοδιοικούμενη πόλη» με βάση τους γνωστούς (παραδοσιακούς) ελληνικούς θεσμούς, που ήταν η βουλή, η εκκλησία του δήμου και οι άρχοντες (πολιτάρχες, αγορανόμοι, γυμνασίαρχοι, αγωνοθέτες, επιμελητές μνημείων, αρχιερείς κ. ά.).[20] Κι αυτό, γιατί ο θεσμός της «πόλης» γενικά διευκόλυνε, όπως είναι γνωστό, τη διοίκηση της αυτοκρατορίας (ιδιαίτερα στους τομείς της στρατολόγησης και της είσπραξης των φόρων). Η κεντρική βέβαια ρωμαϊκή εξουσία φρόντιζε πάντα να έχει εξασφαλισμένο τον έλεγχο των πόλεων προωθώντας στα τοπικά αξιώματα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας αφοσιωμένα στο ρωμαϊκό καθεστώς που είχαν επιπλέον λάβει και το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. [21]
Όσον αφορά την εθνοδημογραφική δομή του πληθυσμού της, με βάση τα ανθρωπωνύμια αναγνωρίζονται ορισμένα πληθυσμιακά υποστρώματα των προϊστορικών και αρχαϊκών χρόνων (φρυγικά και θρακικά) αλλά τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της αποτελούσε το ελληνικό στοιχείο. Σχετικά πάλι με την κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, η διάκριση των πολιτών σε ανώτερα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, δηλαδή σε πλούσιους (honestiores) και φτωχούς (humiliores, αντίστοιχους με τη λεγόμενη plebs rustica της αγροτικής κοινωνίας).[22] Δεν υπάρχουν μαρτυρίες σχετικά με την καθημερινή ζωή και τις μεταξύ τους σχέσεις των κατοίκων της Σίρρας. Φαίνεται όμως ότι η ρωμαιοκρατία είχε οξύνει ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές αντιθέσεις, τις προσωπικές έριδες και διαμάχες και γενικότερα τα ανθρώπινα μίση και πάθη.[23]
Ως «πόλις» η Σίρρα διέθετε τη δική της επικράτεια («χώρα»), που η οργάνωσή της βασιζόταν στις «κώμες», δηλαδή στην κοινοτική διοίκηση με επικεφαλής τους «κωμάρχες». Μέσα στα όρια της Σιρραϊκής «χώρας», η οποία εκτεινόταν περίπου στο έδαφος της πρώην επαρχίας Σερρών, έχουν εντοπιστεί ίχνη από αρκετές αρχαίες κώμες (πεδινές, ημιορεινές και ορεινές) και κάστρα (υστερορωμαϊκών χρόνων) σε διάφορες τοποθεσίες κοντά στα σημερινά χωριά Λευκώνας, Ορεινή,Άνω Βροντού, Νέο Σούλι,Άγιο Πνεύμα, Χρυσό, Δαφνούδι, Παραλίμνιο, Ψυχικό κ.ά. Η κοντινότερη αρχαία κώμη της Σίρρας είναι αυτή που ίχνη της έχουν επισημανθεί στο λόφο «Μπεσίκ-τεπέ» (=λόφος του λίκνου), που υψώνεται πλάι στο χείμαρρο της Αγίας Βαρβάρας («Τσάι»), στο δυτικό άκρο της συνοικίας Άνω Καμενίκιας, εκεί όπου βρισκόταν στα βυζαντινά χρόνια η «Μονή του Αγίου Νικολάου Καμενικαίας». [24]Αξιοσημείωτο είναι το συμπέρασμα που έχει προκύψει από την έρευνα της ιστορικής γεωγραφίας ότι δηλαδή πολλοί αρχαίοι και ρωμαϊκοί οικισμοί παρουσιάζουν μια εντυπωσιακά μακραίωνη διάρκεια ζωής επιβιώνοντας ως τα βυζαντινά και τα νεότερα ακόμη χρόνια είτε ακριβώς στην ίδια είτε σε κάποια κοντινή θέση. Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το χωριό Άγιο Πνεύμα με συνεχή ζωή από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια ως τα σημερινά. [25]
Στην επικράτεια της Σίρρας ανακαλύφθηκαν ίχνη από λατομεία μαρμάρου[26] και μεταλλεία (μεταλλουργείο) σιδήρου (αυτοκρατορικών χρόνων)[27] κοντά στα χωριά Άγιο Πνεύμα και Ορεινή, τα οποία μαρτυρούν συστηματική εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής.[28] Οι κάτοικοι μάλιστα της περιοχής αυτής (όπως π.χ. της Βροντούς που υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες) συνέχισαν την εκμετάλλευση του ορυκτού σιδήρου τόσο στα βυζαντινά όσο και στα νεότερα (κατά την οθωμανική κυριαρχία) χρόνια συνεχίζοντας μια μακραίωνη τοπική επαγγελματική παράδοση. [29] Βέβαια η οικονομία της δεν έπαψε σε όλη την αρχαιότητα να έχει αγροτικό κυρίως χαρακτήρα και να στηρίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, που την ανάπτυξή τους ευνοούσε ιδιαίτερα η μορφολογία του εδάφους της με τις απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα πλούσια βοσκοτόπια της.
Τέλος, όσον αφορά τις λατρείες των κατοίκων της, από τις επιγραφές και τα θεοφόρα ονόματα μαρτυρούνται διάφορες τοπικές και θρακικές λατρείες, όπως του "Θράκα ιππέα" (ή "Ήρωα"),[30] ορισμένες ρωμαϊκές (Ρώμης και αυτοκρατόρων),[31] και πολλές πανελλήνιες λατρείες, όπως του Διόνυσου, του Δία, των Διοσκούρων, της Άρτεμης, του Ασκληπιού, του Ερμή, του Ποσειδώνα, της Ίσιδας και του Απόλλωνα, ο οποίος είχε πιθανώς ταυτιστεί με τον παιονικό θεό Ήλιο.[32]
Στην πόλη των Σερρών (και στη γύρω περιοχή παλιότερα, δηλαδή ως τις αρχές της δεκαετίας του '60), έχουν βρεθεί 55 ελληνικές επιγραφές ρωμαϊκών (αυτοκρατορικών) χρόνων (1ου - 3ου μ.Χ. αιώνα). Από αυτές οι οκτώ (8) είναι αναθηματικές και τιμητικές [33] και όλες οι υπόλοιπες επιτύμβιες.[34]
Βυζαντινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πόλη αναφέρεται στους βυζαντινούς χρόνους ως "μέγα και θαυμαστόν άστυ", μεγάλη, ισχυρή και πλούσια, ενώ αποτέλεσε πρωτεύουσα του Θέματος του Στρυμώνος.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, ο Βούλγαρος Κράλης Ιωαννίτζης εκμεταλλευόμενος τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εισβάλει βίαια το 1205 στην περιοχή της Θράκης και της Μακεδονίας φθάνοντας έως τις Σέρρες. Η περιοχή του Στρυμόνα ελευθερώνεται τελικά αργότερα από τον βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, ο οποίος ανέκτησε τις Σέρρες και άλλες σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας.[35][36]. Γενικότερα κατά τους βυζαντινούς χρόνους η πόλη διακρινόταν από την ισχυρή άμυνά της, που στηριζόταν στα τρία τείχη της καθώς επίσης στον Θεματικό βυζαντινό στρατό.
Νεότεροι χρόνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οθωμανική Αυτοκρατορία-Μακεδονικός Αγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Από το 1383 έως το 1913 η πόλη ήταν κάτω από την εξουσία των Οθωμανών.[37] Το 1530 η πόλη είχε 343 χριστιανικά και 387 μουσουλμανικά νοικοκυριά[εκκρεμεί παραπομπή]. Σερραίος ήταν ο Φίλιππος Πέτροβιτς, ο νεαρότερος οπαδός του Ρήγα Φεραίου που συνελήφθη το 1798 στη Βιέννη.[38][39] Αρκετοί Σερραίοι πολέμησαν στην Επανάσταση του 1821, όπως ο Ζαχαρίας Αθανασίου, ο Χατζή Πολυχρόνης Αδάμ, ο Δημήτριος Αδάμης και ο πυροβολητής Κωνσταντίνος Μπαλτάς, ο πρώτος νεκρός στην πολιορκία του Μεσολογγίου.[40]
Από το 1894 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής του Γυμνασίου Σερρών και ιεροκήρυκας της πόλης ο Γρηγόριος Ωρολογάς, ο μετέπειτα άγιος και εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Κυδωνιών Μικράς Ασίας όπου και μαρτύρησε.[41][42]
Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, οι Σερραίοι αγωνίστηκαν κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Οθωμανών τοπικών αρχόντων με κυριότερους οπλαρχηγούς, τους Δούκα Γαϊτατζή (καπετάν Ζέρβα), Ιωάννη Δεμερτζή και Θεόδωρο Μπουλασίκη. Σημαντικοί Μακεδονομάχοι της πόλης των Σερρών ήταν ο Στέφανος Αναστασίου και ο Αναστάσιος Χρυσάφης. Επίσης, στον οργανωτικό τομέα πρωτοστάτησαν ο Θωμάς Αβραμιάδης, ο Οδυσσέας Αργυριάδης, ο Θεόδωρος Ιωαννίδης, ο Δημοσθένης Μέλφος, ο Ιωάννης Παπάζογλου, ο Μιλτιάδης Σκόρδας και ο μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου Θεοδώρητος.[43][44]
Α΄ Κατοχή και Απελευθέρωση 1912-1913[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1912, η πόλη καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους και γνώρισε επώδυνη κατοχή. Στις 28 Ιουνίου 1913 η πόλη πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους, καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε. Στις 29 Ιουνίου του 1913 η πόλη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό.
Εγκατάσταση προσφύγων 1913-1914[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έλληνες της βόρειας Μακεδονίας, από πόλεις όπως η Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Πετρίτσι, μετακινήθηκαν προς τις ελληνικές περιοχές ύστερα από εντολή του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1913. Το έτος 1914, μετά τις πρώτες συστηματικές διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης, πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στην Μακεδονία.[45] Τον Ιούνιο του 1915 κατέφθασαν στη Μακεδονία πρόσφυγες από τη Ανατολική Ρωμυλία (που ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία),[46] την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο.[47]
Β΄ Βουλγαρική Κατοχή 1916-1918[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στις 4/17 Αυγούστου 1916 μονάδες της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας κατέλαβαν τις Σέρρες όπως και άλλες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας (Β΄ Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918)). Η εισβολή αυτή είχε ως αποτέλεσμα να πεθάνουν 3.000 περίπου άτομα λόγω των κακουχιών, της πείνας και γενικά της κακομεταχείρισης του ελληνικού πληθυσμού. Ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός προέβαινε σε φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς των κατοίκων της πόλης και των χωριών.
Μετά τον Ιούνιο του 1917 συνελήφθησαν 3.000 περίπου άνδρες από την πόλη των Σερρών και τα χωριά και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία. Το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρντουβάκια. Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.[48][49]
Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών και άλλα ελληνικά κειμήλια της Μακεδονίας, όπως της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, της Μονής Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης, της Μονής Παναγίας Καλαμούς Ξάνθης και τα εκ Μελενίκου ελληνικά κειμήλια της Μητρόπολης Σιδηροκάστρου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.[50][51][52][53][54]
Εγκατάσταση προσφύγων 1919-1924[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ τον Νοέμβριο του 1919 και τη σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας περί ανταλλαγής πληθυσμών, μετακινήθηκαν από τη Βουλγαρία προς τη Μακεδονία και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί. Μετά τη γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής και τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και με την Συνθήκη της Λωζάνης, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία.[56]
Γ' Βουλγαρική Κατοχή και Απελευθέρωση 1944[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 23/08/2017) |
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να "σπάσουν" τα οχυρά του Ρούπελ στην πορεία τους μέσω της Βουλγαρίας από την κοιλάδα του Στρυμόνα, αλλά παρακάμπτοντας τα οχυρά μπήκαν στη Θεσσαλονίκη και εκ των υστέρων η διοίκηση των οχυρών αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει την πόλη στους κατακτητές. Οι Γερμανοί θαυμάζοντας τον ηρωισμό των φυλάκων των οχυρών, στην τελετή παράδοσης τους απέδωσαν τιμές ηρώων και τους επέτρεψαν να πάνε στις Σέρρες με κανονική φάλαγγα και με τον οπλισμό τους για να τον παραδώσουν εκεί στη στρατιωτική διοίκηση κατοχής. Οι Γερμανοί δεν έμειναν στην πόλη ως στρατός κατοχής, αλλά την παρέδωσαν στους Βουλγάρους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι, έχοντας και τα προηγούμενα των παλαιοτέρων κατοχών της πόλης, ήταν πολύ σκληροί, προσπάθησαν άλλη μια φορά να εξαλείψουν τα εθνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, επιβάλλοντας μέχρι και εκβουλγαρισμό των ελληνικών ονομάτων στους πολίτες και σε όσους δέχτηκαν αυτή την αλλαγή έδωσαν ειδικά προνόμια, κυρίως διπλή μερίδα τροφίμων. Σε όσους Έλληνες το φάσμα της πείνας και η ανάγκη οικογενειακής επιβίωσης ανάγκασε να Βουλγαρογραφούν (ατόφιος όρος της εποχής, που δείχνει ότι οι περισσότεροι απλώς "ενεγράφησαν" ως δήθεν "Βούλγαροι"), οι υπόλοιποι Σερραίοι τους έδωσαν τον σαρκαστικό προσδιορισμό "Λαδοβούλγαροι" (αφού λάμβαναν διπλό κουπόνι τροφίμων έχοντας βουλγαρογραφεί). Το πόσο σκληρότερη ήταν η βουλγαρική κατοχή φαίνεται και από το γεγονός ότι πολλοί Σερραίοι δραπέτευαν (με κίνδυνο της ζωής τους) στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης που την κατείχαν οι Γερμανοί με πολύ πιο ήπια συμπεριφορά προς τον Ελληνικό πληθυσμό, αλλά κυρίως θα ζούσαν στην γερμανοκρατούμενη μεν, αλλά τουλάχιστον Ελλάδα. Από τον Στρυμόνα μέχρι σχεδόν τις όχθες του Έβρου ήταν πλέον "Βουλγαρία" και παρέμεινε έτσι μέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Μετά την ήττα του άξονα και την επερχόμενη απελευθέρωση, οι Βούλγαροι εγκαταλείποντας την πόλη, την πυρπόλησαν σε ένα τμήμα της για δεύτερη φορά. Στις πυρκαγιές οφείλεται το ότι η σημερινή πόλη είναι νεόκτιστη με ελάχιστα παλαιά κτίρια να σώζονται. Αλλά και κτίρια που διασώθηκαν από τους εμπρησμούς κατεδαφίστηκαν αργότερα, στη δεκαετία του '60 κι έπειτα και στη θέση τους χτίστηκαν πάνω στο παλιό σχέδιο Δοξιάδη μέσω του συστήματος της αντιπαροχής.
Μερικά ιστορικά κτίρια που είχαν απομείνει, επειδή δεν υπήρξαν ποτέ σχέδιο και βούληση διατήρησης του χρώματος της πόλης, επιτράπηκε να κατεδαφιστούν, είτε από τους ιδιοκτήτες τους, αφού η πολιτεία δεν είχε φροντίσει να τα διασώσει χαρακτηρίζοντάς τα ως διατηρητέα, είτε από τις δημοτικές αρχές της πόλης, παρά την κατακραυγή μεγάλης μερίδας των κατοίκων.
Σύγχρονη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νομός και η πόλη δεν αναπτύχθηκαν. Οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων οδήγησαν τον κάμπο σε μαρασμό και τους κατοίκους σε μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, με πολλούς μετανάστες στην τότε Δυτική Γερμανία.
Ο πραγματικός πληθυσμός της πόλης σήμερα ανέρχεται σε 100.000 κατοίκους περίπου, συμπεριλαμβανόμενων των φοιτητών της πόλης. Το Τ.Ε.Ι Σερρών έχει αριθμό φοιτητών που ξεπερνά τους 10.000. Είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό της Μακεδονίας μετά τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Νομός έχει πληθυσμό περίπου 200.000. Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ήταν 250.903.
Βυζαντινά μνημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στο παρελθόν υπήρχαν στις Σέρρες πολλοί βυζαντινοί ναοί ο οποίοι κάηκαν το 1913.[57] Στη θέση τους υπάρχουν σήμερα προσκυνητάρια όπως η Παναγία των Βλαχερνών, η Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Βλάσιος, η Αγία Επίσκεψη, ο Άγιος Αθανάσιος, οι Δώδεκα Απόστολοι, η Αγία Ελεούσα, ο Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, οι Τρεις Παίδες και το Ταξιαρχούδι. Κάποιοι άλλοι ναοί ξανακτίστηκαν-αναστηλώθηκαν πρόχειρα χωρίς να διατηρηθεί η αρχιτεκτονική όπως η Παναγία Λιόκαλη, η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Συμεών, η Αγία Κυριακή, η Αγία Φωτεινή, οι Μεγάλοι Ταξιάρχες και ο Άγιος Παντελεήμονας.[58] Στον λόφο Κουλά υπάρχει η Βυζαντινή Ακρόπολη Σερρών.[59]
Aκρόπολη (Κουλάς)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, σε χρυσόβουλα αυτοκρατόρων, αναφέρεται ως «Κάστρο». Είναι σημαντικός πύργος που υψώνεται στο δυτικό άκρο ενός πευκόφυτου λόφου στις Σέρρες. Χρονολογείται από το Ζ' και ΣΤ' π.Χ. αιώνα και ήταν αρχαίο οχυρωματικό φρούριο που υπεράσπιζε την αρχαία πόλη. Η ίδρυση της Ακρόπολης ανάγεται στον 9ο μ.χ αιώνα , όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς κατασκεύασε οχυρωματικά έργα στην πόλη των Σερρών.[60]
Στον λόφο του Κουλά σήμερα σώζεται ο «Πύργος του Oρέστη», γνωστός και ως ο «Πύργος του Βασιλέως». Η ονομασία Πύργος του Ορέστη οφείλεται στο όνομα του κατασκευαστή του. Σήμερα το ύψος του είναι περίπου 18 μέτρα αλλά υπολογίζεται ότι αρχικά και με τις επάλξεις του ότι έφτανε τα 20 μέτρα. Αυτός ο πύργος ήταν το τελευταίο σημείο άμυνας σε περίπτωση που ο εχθρός καταλάμβανε την Ακρόπολη. Είναι γνωστός για τις δυο κεραμικές επιγραφές που υπάρχουν στην δυτική του πλευρά οι οποίες όμως με το πέρασμα των αιώνων έγιναν δυσανάγνωστες. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η επιγραφή στο δεξιό άκρο η οποία κατα την επικρατέστερη άποψη γράφει: "ΠΥΡΓΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΟΝ ΕΚΤΙΣΕΝ ΟΡΕΣΤΗΣ".[61]
Ναός Αγίων Θεοδώρων (Παλαιά Μητρόπολη)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, γνωστός και ως Παλαιά Μητρόποληθεωρείται το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της πόλης. Ο ναός λειτούργησε ως μητροπολιτικός ναός από τα βυζαντινά μέχρι τα νεότερα χρόνια. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο ναός χρονολογείται από τον 5ο-6ο αιώνα. Η πρώτη έμμεση πληροφορία για το μνημείο προέρχεται από μολυβδόβουλλο του 12ου αιώνα. Κατά το 14ο αιώνα το περιέγραψε ο ρήτορας Θεόδωρος Πεδιάσιμος, ενώ από το 17ο αιώνα και μετά αναφέρεται αρκετά συχνά σε επιγραφές σκευών, εικόνων και αφιερωμάτων. Υπέστη επανειλημμένες επισκευές και μετασκευές κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (10ος-11ος αιώνας) και στους επόμενους αιώνες, όπως υποδεικνύουν οι οικοδομικές φάσεις που διακρίνονται στο μνημείο και οι σχετικές γραπτές μαρτυρίες. Από τις κυριότερες επεμβάσεις είναι η αντικατάσταση του μαρμάρινου τέμπλου και η κατασκευή νάρθηκα το 1602/3, καθώς και η ανακατασκευή του νοτίου τοίχου, που έγινε το 1725, σύμφωνα με την πλίνθινη επιγραφή που υπάρχει εκεί. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιές το 1849 και το 1913. Συγκεκριμένα στις 28 Ιουνίου 1913 καταστράφηκε ολοκληρωτικά από φωτιά καθώς υποχώρησαν οι Βούλγαροι πυρπολώντας την πόλη. Η σημερινή μορφή είναι η αναστήλωση που έγινε το 1928-1935. Το 1992 έγιναν νέες επισκευές από την Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης με την συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού και σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας.[58][62][63]
Ναός Αγίου Νικολάου της Ακρόπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ναός Αγίου Νικολάου είναι ένας διώροφος ναός ο οποίος χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Είναι κοιμητηριακός ναός με κρύπτη η οποία βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Στο ναό εκκλησιάζονταν οι στρατιώτες της φρουράς του κάστρου ενώ στη κρύπτη ήταν το κοιμητήριο αυτών. Η σημερινή μορφή του ναού είναι η αναστήλωση του 1937 η οποία έγινε πάνω στα ερείπια του ήδη κατεστραμμένου ναού από το 17ο αιώνα. Η αναστήλωση αυτή έγινε από ομάδα χριστιανών χωρίς την έγκριση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ο σημερινός ναός έχει διαφορετικό αρχιτεκτονικό σχέδιο από τον παλαιότερο ναό και, λόγω των αλλαγών, η αναστήλωση δεν θεωρείται απόλυτα επιτυχημένη. Σε ανασκαφές του 1926 βρέθηκαν τμήματα τοιχογραφιών όπως η παράσταση της Θείας Μετάληψης αλλά και κατάλοιπα κοσμημάτων με τεχνοτροπία η οποία σχετίζεται με την εποχή των Παλαιολόγων.[58][64]
Ναός Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτου βρίσκεται στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων και αποτελείται από δύο ναούς. Αναφορά στο ναό υπάρχει στα χρυσόβουλα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου το 1298 μ.Χ. Το 1384 μ.Χ. δωρήθηκε στην Μονή του Τίμιου Προδρόμου όπου υπάγεται μέχρι και σήμερα.[58][65] Στη θέση του ναού υπήρχε πηγή κρύου νερού στην οποία οφείλεται το όνομα "Κρυονερίτης". Επί Τουρκοκρατίας, το 1572, υπέστη ζημιές και κατέπεσε ο τρούλος. Ο τρούλος αντικαταστάθηκε με ημισφαιρική οροφή πιθανόν το 1864.[66]
Βυζαντινά μνημεία εκτός πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών: Βρίσκεται σε απόσταση 9 χιλιομέτρων περίπου βορειοανατολικά της πόλης των Σερρών. Ιδρύθηκε το 1270-1278 από τον μοναχό Ιωαννίκιο και αποτελεί ένα από τα ιστορικότερα μοναστήρια της Μακεδονίας.[67]
- Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας στο Παγγαίο όρος: κτίστηκε το 450 μ.Χ. με συνδρομή του Μητροπολίτη Φιλίππων Σώζοντος. Θεωρείται ότι η μονή είναι κτισμένη στα ερείπια του Μαντείου του Διονύσου, Θεού των Σατρών. Η ετυμολογία της ονομασίας της μονής προέρχεται από το γεγονός ότι η Αχειροποίητη εικόνα της Θεοτόκου εκπέμπει κόκκινο-φοινικούν χρώμα (εικών-φοινίσουσα).[68]
- Ναός του Αγίου Νικολάου: βρίσκεται στον Ελαιώνα Σερρών και χρονολογείται στον 12ο αιώνα.[69]
- Μνημεία παλαιοχριστιανικής Αμφίπολης: [70]
- Τέσσερις παλαιοχριστιανικές βασιλικές που ανασκάφησαν μέσα σε περιτειχισμένη έκταση και κοσμούνται με εξαίρετα αρχιτεκτονικά γλυπτά και ψηφιδωτά δάπεδα.
- Περίκεντρος ναός, από τους λίγους περίκεντρους ναούς αυτής της περιόδου στον ελλαδικό χώρο.
- Κινστέρνα και οικίες.
Οθωμανικά μνημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στην πόλη σώζονται σε κατάσταση φθοράς τέσσερα σημαντικά οθωμανικά μνημεία τα οποία χρονολογούνται από το 15ο αιώνα. Τα μνημεία αυτά θεωρούνται από τα αρχαιότερα της ευρώπης και είναι σημαντικά στην ιστορία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής.[71]
Στο κέντρο της πόλης υπήρχε το τέμενος Έσκι («παλαιό») το οποίο ήταν το αρχαιότερο οθωμανικό μνημείο της πόλης. Χτίστηκε το 1385 και βρισκόταν δίπλα στο Μπεζεστένι. Στις αρχές του 20ου αιώνα βρισκόταν σε κακή κατάσταση και τελικά κατεδαφίστηκε το 1937 για να ανεγερθούν στην θέση του μια σειρά εμπορικών καταστημάτων. Σήμερα στην θέση του μνημείου αυτού υπάρχει μια πολυώροφη οικοδομή με γραφεία.[72][73][74]
Τέμενος Μεχμέτ Μπέη (ή Αχμέτ Πασά)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τέμενος Μεχμέτ Μπέη ή Αχμέτ Πασά, γνωστό στους κατοίκους των Σερρών ως Αγιά Σοφία, χτίστηκε το 1492-1493 και είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο από τα σωζόμενα τεμένη των Σερρών. Βρίσκεται δίπλα στο ρέμα των Αγίων Ανάργυρων νοτιοανατολικά στις Σέρρες. Ανοικοδομήθηκε από τον Μεχμέτ Μπέη ο οποίος ήταν σύζυγος της πριγκίπισσας Σελτζούκ Χατούν (κόρης του Βαγιαζίτ Β΄). Τα υλικά με τα οποία κτίστηκε το μνημείο είναι ο κίτρινος πωρόλιθος ενώ οι θόλοι του είναι κτισμένοι με πλίνθους και ήταν σκεπασμένοι από μόλυβδο. Ο κεντρικός θόλος έχει διάμετρο 14,58 μέτρα. Οι τοίχοι στο εσωτερικό ήταν επιχρυσωμένοι και σύμφωνα με περιηγητές ένας κήπος περιέβαλε όλο το μνημείο. Δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε να λειτουργεί το μνημείο ως ισλαμικό τέμενος. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι πλημμύρες του γειτονικού χειμάρρου προκάλεσαν ζημιές στο μνημείο.[75] Ήταν διάσημο τέμενος κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου και σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή το Τέμενος αυτό ήταν το καλύτερο της Ρούμελης και της Περσίας.[58]
Τέμενος Ζινζιρλί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τέμενος Ζινζιρλί[76] ή Τζιντζιρλί[77] ανεγέρθηκε στο τέλος του 16ου αιώνα και αποτελεί κτίσμα της σχολής Σινάν, που διέπρεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για τα αρχιτεκτονικά της σχέδια. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης.[76] Το τέμενος πρόσφατα συντηρήθηκε και χρησιμοποιείται ως χώρος εικαστικών εκθέσεων.[78][79][80][81]
Τέμενος Μουστάφα Μπέη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τέμενος Μουστάφα Μπέη χτίστηκε το 1519 και βρίσκεται στην περιοχή Καμενίκια (η περιοχή κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομαζόταν με το παρόμοιο όνομα Kamenica). Στην ίδια περιοχή με το μνημείο υπάρχουν και τα Οθωμανικά Λουτρά. Το τέμενος αυτό κινδυνεύει από τη φθορά του χρόνου.[73][78]
Μπεζεστένι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πρόκειται για κλειστή στεγασμένη αγορά του β' μισού του 15ου αιώνα (εκτιμάται ότι χτίστηκε το 1485 από τον Τσανταρλί Ιμπραχήμ Πασά [82]) που βρίσκεται στο σημερινό κέντρο της πόλης. Είναι μνημείο της οθωμανικής περιόδου [71][83] και χτίστηκε κατά το πρότυπο των βυζαντινών αγορών [84]. Το όνομα Μπεζεστένι προέρχεται από τα Τουρκικά και τα Περσικά και μεταφράζεται ως «αγορά υφασμάτων».[85] Το μνημείο αυτό το 1968 γλίτωσε την κατεδάφιση όταν αποφασίστηκε να στεγάσει το Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών.[86] Το κτήριο έχει ορθογώνια κάτοψη 20,5 X 31,45 μέτρα και είναι εξάτρουλο θολωτό οικοδόμημα. Στο παρελθόν οι θόλοι του ήταν μολυβδοσκέπαστοι και αργότερα αντικαταστάθηκαν με κεραμίδια. Ο καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιος Ορλάνδος μελέτησε το μνημείο και με βάση τις μελέτες αυτές ο Υπουργείο Παιδείας διέθεσε χρήματα για την ανακαίνισή του. Ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρεται στο μπεζεστένι Σερρών: «Στις Σέρρες, εκτός από τα 2.000 μαγαζιά, μέσα στο Μπεζεστένι του με τους έξι μολυβδοσκέπαστους τρούλους και τις τέσσερις θύρες του αγοράζονταν και πουλιούνταν πλούσια και πολύτιμα εμπορεύματα». Οι τέσσερις θύρες στις οποίες αναφέρεται ο Τσελεμπή διατηρούνται σήμερα.[82]
Μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οδικές Μεταφορές
Πλησίον της πόλης διέρχεται ο αυτοκινητόδρομος 25 συνδέοντας την πόλη με την Θεσσαλονίκη και τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα του Προμαχώνα. Το αστικό ΚΤΕΛ έχει αναλάβει τις συγκοινωνίες εντός πόλεως. Επίσης συνδέει την πόλη με άλλες πόλεις της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας.
Σιδηροδρομικές Μεταφορές
Έξω από την πόλη των Σερρών βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός Σερρών επί της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αλεξανδρούπολης. Καθημερινά εκτελούνται δρομολόγια για Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη.
Σημαντικά κτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διοικητήριο Σερρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πρόκειται για έργο του φημισμένου αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, κατασκευασμένο την περίοδο 1898-1905. Το σχήμα του κτηρίου (κεφαλαίο Ε) παραπέμπει στα ιδανικά Ελλάς-Ελευθερία.[87]
Παλιός Ορφέας - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Παλιός Ορφέας ή αλλιώς ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών είναι ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα ιστορικής μνήμης αποτελεί το κτίριο του παλιού Ορφέα που χτίστηκε από τον ομώνυμο Όμιλο το 1905 και φιλοξένησε στην αίθουσά του την νεότερη ιστορική (καθοριστική θεωρείται η συμβολή του στον Μακεδονικό Αγώνα) και πολιτιστική ζωή της πόλης των Σερρών. [εκκρεμεί παραπομπή]
Άλλα αξιόλογα κτίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Θέατρο Αστέρια: θέατρο με σύγχρονες υποδομές ακουστικής όπου παρουσιάζονται παραστάσεις του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και άλλες εκδηλώσεις.[88]
- Οικία Μαρούλη: Νεοκλασικό κτίριο που κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Λειτούργησε ως Ορφανοτροφείο Αρρένων από το 1932 και ως Ίδρυμα Απροσάρμοστων Παιδιών, από το 1981 έως σήμερα. Το κτίριο έχει σχήμα Π και από αρχιτεκτονικής άποψης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
- 3ο Γυμνάσιο Σερρών: Νεοκλασικό κτίριο του 1885.
- Νεοκλασσικό κτίριο Μάλλιου: οικία του 1920 όπου προβλέπεται η δημιουργία Βαλκανικού Λαογραφικού Μουσείου
- Κτίριο Νάσιουτζικ: Από τον Οκτώβριο του 1984 το κτίριο αυτό, στεγάζεται το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Σερρών μετά τη διάλυση του Κρατικού Θεάτρου Ανατολικής Μακεδονίας που με έδρα τις Σέρρες λειτουργούσε από το 1979. Σήμερα αποτελεί κύτταρο της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. [εκκρεμεί παραπομπή]
- Οικία Ουμβέρτου Αργυρού: Διώροφο κτίριο κεραμοσκεπαστό με κεραμικά κιονόκρανα και διακοσμητικά υπέρθυρα.Αποτέλεσε την οικία του Ουμβέρτου Αργυρού, γνωστού ζωγράφου της σχολής των Ιμπρεσιονιστών και μαθητή του Νικηφόρου Λύτρα.[89]
Μουσεία Σερρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μουσείο Παλαιάς Μητρόπολης Σερρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Μουσείο της Παλαιάς Μητρόπολης Σερρών, ιδρύθηκε με αφορμή την επαναλειτουργία του βυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων (Παλαιά Μητρόπολη) ως προσκυνηματικού ναού. Εκτίθενται τα βυζαντινά γλυπτά που προέρχονται από το ίδιο το μνημείο. Η έκθεση έχει αναπτυχθεί στο βόρειο πρόσκτισμα του μνημείου και στον αύλειο χώρο με διάφορα γλυπτά που ανήκαν άλλοτε στο γλυπτό διάκοσμο του ναού, καθώς και διάφορα επιτύμβια μνημεία. Στο εποπτικό υλικό παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία της πόλης, η οχύρωσή της, καθώς και η ιστορία του μνημείου. Στον αύλειο χώρο τακτοποιήθηκαν σε αναβαθμούς και στους τοίχους γλυπτά και επιγραφές διαφόρων εποχών που προέρχονται από την πόλη των Σερρών και την περιοχή της.[84]
Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών (Μπεζεστένι)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και στεγάζεται από το 1970 [84] στο Μπεζεστένι
Εκτίθενται ευρήματα, από την Μέση και Ύστερη Νεολιθική εποχή, Πρώιμη και Ύστερη εποχή του Χαλκού (αγγεία, πήλινα ειδώλια), από τον 4ο έως και 6ο -7ο π.Χ, τους Ρωμαϊκούς χρόνους, την Ελληνιστική και Βυζαντινή εποχή.[84]
Εκκλησιαστικό Κειμηλιαρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Εκκλησιαστικό Κειμηλιαρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών περιλαμβάνει έναν σημαντικό αριθμό εικόνων, λατρευτικών σκευών και αμφίων. Τα ιερά κειμήλια προέρχονται από ναούς και μονές της ευρύτερης περιοχής των Σερρών και χρονολογούνται από τον 14ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα.[90]
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σερρών, εκθέτει ενότητες που περιλαμβάνουν ζώα, πουλιά, φυτά, έντομα και πετρώματα και έχει ως βάση τη γνώση, τη μελέτη, αλλά και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής.[84]
Λαογραφικό Μουσείο Βλάχων Γεωργάκης Ολύμπιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Λαογραφικό Μουσείο Βλάχων στεγάζεται σε 3όροφο κτίριο στο κέντρο της πόλης των Σερρών, επί της οδού Καραϊσκάκη 2 και ανήκει στον Σύλλογο Βλάχων Ν.Σερρών "Γεωργάκης Ολύμπιος". Το κτίριο αποτελείται από τρία επίπεδα : το ημιυπόγειο που είναι χώρος διδασκαλίας παραδοσιακών χορών, τον πρώτο όροφο (αναπαράσταση οντά βλάχικου σπιτιού) και τον δεύτερο όροφο που είναι καθαρά χώρος εκθεμάτων. Επίσης υπάρχει βιβλιοθήκη με αξιόλογα ιστορικά βιβλία καθώς και ιματιοθήκη με παραδοσιακές βλάχικες φορεσιές.[91]
Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Είναι σημαντικό μουσείο το οποίο λειτουργεί από το 1979 και περιέχει εκθέματα σχετικά με τις παραδόσεις των Σαρακατσάνων.[92] Το 1987 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο του Μουσείου της Χρονιάς. Το μουσείο αρχικά βρισκόταν σε μια παλιά οικία των Σερρών αλλά από το 1997 έχει εγκατασταθεί σε ιδιόκτητο κτίριο (στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 62 στις Σέρρες).[93]
Προσωπικότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιστορικά πρόσωπα
- Εμμανουήλ Παπάς, Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων, επανάσταση στην Χαλκιδική, 1821
- Φίλιππος Πέτροβιτς, επαναστάτης, συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου
- Αγαθάγγελος Τριαντάφυλλος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας
- Δημήτριος Αδάμης, αγωνιστής της Επανάστασης του 1821
- Ζαχαρίας Αθανασίου, αγωνιστής της Επανάστασης του 1821
- Κωνσταντίνος Μπαλτάς, αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, ο πρώτος νεκρός του Μεσολογγίου
- Βασίλειος Αποστολίδης (1827 - 1910), ιατρός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος
- Θεοδώρητος (1867 - 1907), μητροπολίτης Νευροκοπίου
- Ιωάννης Δέλλιος (1853 - 1919), παιδαγωγός, εθνικός ευεργέτης
- Ευθαλία Αδάμ (1860 - 1954), παιδαγωγός και εκπαιδευτικός, μαθήτρια της Καλλιόπης Κεχαγιά, διευθύντρια Ζάππειου Παρθεναγωγείου Κωνσταντινουπόλεως
- Φωτεινή Αλατά - Παπαδημητρίου (1886 - 1972), διδασκάλισσα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα
- Γρηγόριος Ρακιτζής, εθνικός ευεργέτης
- Δούκας Γαϊτατζής, Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
- Θεόδωρος Μπουλασίκης, Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
- Ιωάννης Δεμερτζής, Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
- Στέργιος Συμεωνίδης, Αξιωματικός της Πολεμικής αεροπορίας
Πολιτικοί
- Ευριπίδης Μπακιρτζής, πολιτικός, πρωθυπουργός της Κυβέρνησης του βουνού
- Δημήτριος Δίγκας, δικηγόρος & πολιτικός, πρωτεργάτης του Κινήματος Εθνικής Άμυνας
Συγγραφείς - Λογοτέχνες
- Γιώργος Καφταντζής (1920-1998), δικηγόρος, ποιητής, συγγραφέας, ιστορικός
- Κυριάκος Παπακυριάκου (1929-2014), θεολόγος, ιστορικός, συγγραφέας, καθηγητής και γυμνασιάρχης
- Δημήτριος Χόνδρος, φυσικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
- Νατάλης Πέτροβιτς, λαογράφος
- Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, συγγραφέας
- Αθανάσιος Νάσιουτζικ, επιχειρηματίας, διανοούμενος, συγγραφέας & πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
- Κλήτος Χατζηθεόκλητος, συγγραφέας
- Χρύσα Δημουλίδου, συγγραφέας
- Σοφία Σωτηρίου, συγγραφέας & ηθοποιός
Καλλιτέχνες
- Ιωάννης Παπαϊωάννου (1869 - 1931), ηθοποιός
- Χρήστος Καρακέπελης, σκηνοθέτης
- Βίλμα Τσακίρη, ηθοποιός
- Βασίλης Λέκκας, τραγουδιστής
- Γιώργος Καπουτζίδης, σεναριογράφος, ηθοποιός
- Θεοφανία Παπαθωμά, ηθοποιός
- Καλλιόπη Ευαγγελίδη, ηθοποιός
Δημοσιογράφοι
- Μαρία Χούκλη, δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου